σκληρόφυλλος — η, ο / σκληρόφυλλος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σκληρά φύλλα νεοελλ. φρ. α) «σκληρόφυλλη βλάστηση» βοτ. τύπος βλάστησης τής οποίας τα φυτά έχουν χαρακτηριστικώς σκληρά, δερματώδη μόνιμα φύλλα τα οποία είναι προσαρμοσμένα έτσι ώστε να… … Dictionary of Greek
αγγελική ή πιττόσπορο — Κοινή ονομασία δύο ειδών της οικογένειας των πιττοσποριδών, που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Πιττόσπορον το σινικόν.Δενδρόμορφος θάμνος, ύψους 2 3 μ., ιθαγενής της Κίνας και της Ιαπωνίας. Τα φύλλα του είναι πλατιά, δερματώδη, εντελώς λεία και… … Dictionary of Greek
μανόλια ή μαγνόλια — Γένος φυτών της οικογένειας των μαγνολιιδών, το οποίο περιλαμβάνει 75 περίπου είδη δέντρων ή θάμνων. Έχουν ακέραια, δερματώδη, κατ’ εναλλαγή φύλλα, και μονήρη, συχνά μεγάλα άνθη, λευκού χρώματος, με περιάνθιο αποτελούμενο από 9 18 μέρη με… … Dictionary of Greek
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αρκουδόβατος — Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά,… … Dictionary of Greek
αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
δερμόπτερος — η, ο (Α δερμόπτερος, ον) όποιος έχει δερματώδη, υμενώδη φτερά, όπως η νυχτερίδα … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek